εἰσαγωγικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… … Dictionary of Greek
εἰσαγωγικά — εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc pl εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc/acc dual εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικώτερον — εἰσαγωγικός of adverbial comp εἰσαγωγικός of masc acc comp sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικῶν — εἰσαγωγικός of fem gen pl εἰσαγωγικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικόν — εἰσαγωγικός of masc acc sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικαῖς — εἰσαγωγικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικαί — εἰσαγωγικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικοῖς — εἰσαγωγικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικοί — εἰσαγωγικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)